σκιάξιμο

σκιάξιμο
korkma, ürkme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκιάξιμο — το πρόκληση φόβου, τρόμαγμα: Τα έκανε αυτό για σκιάξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιάξιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα τού σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. ιμο (πρβλ. κράξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ξαφνισμός — ο [ξαφνίζω] ξάφνιασμα, έκπληξη, σκιάξιμο …   Dictionary of Greek

  • ξύπασμα — το [ξυπάζω] 1. ξάφνιασμα, σκιάξιμο 2. ξυπασιά, έπαρση, κομπασμός, υπερηφάνεια …   Dictionary of Greek

  • σκιάσμα — το, Ν [σκιάζω (II)] σκιάξιμο, τρόμαγμα …   Dictionary of Greek

  • σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • φοβέρα — η εκφοβισμός, φοβέρισμα, απειλή, σκιάξιμο: Και ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά (Δ. Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”